τετραπλασίων

τετραπλασίων
-ον, Α
τετραπλάσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετραπλάσιος + κατάλ. συγκριτ. -ίων (πρβλ. πεντα-πλασ-ίων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τετραπλασίων — τετραπλάσιος fourfold fem gen pl τετραπλάσιος fourfold masc/neut gen pl τετραπλασίων masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπλασίονα — τετραπλασίων neut nom/voc/acc pl τετραπλασίων masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπλασίονες — τετραπλασίων masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπλασίονι — τετραπλασίων dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπλασίονος — τετραπλασίων gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπλάσιον — τετραπλάσιος fourfold masc acc sg τετραπλάσιος fourfold neut nom/voc/acc sg τετραπλασίων masc/fem voc sg τετραπλασίων neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”